ἐπίσχετε

ἐπίσχετε
ἐπί̱σχετε , ἐπίσχω
hold
imperf ind act 2nd pl
ἐπίσχω
hold
pres imperat act 2nd pl
ἐπίσχω
hold
pres ind act 2nd pl
ἐπίσχω
hold
imperf ind act 2nd pl (homeric ionic)
ἐπώχατο
aor imperat act 2nd pl
ἐπώχατο
aor ind act 2nd pl (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐπίσχεθ' — ἐπί̱σχετο , ἐπίσχω hold imperf ind mp 3rd sg ἐπί̱σχετε , ἐπίσχω hold imperf ind act 2nd pl ἐπίσχετε , ἐπίσχω hold pres imperat act 2nd pl ἐπίσχετε , ἐπίσχω hold pres ind act 2nd pl ἐπίσχεται , ἐπίσχω hold pres ind mp 3rd sg ἐπίσχετο , ἐπίσχω hold …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίσχετ' — ἐπί̱σχετο , ἐπίσχω hold imperf ind mp 3rd sg ἐπί̱σχετε , ἐπίσχω hold imperf ind act 2nd pl ἐπίσχετε , ἐπίσχω hold pres imperat act 2nd pl ἐπίσχετε , ἐπίσχω hold pres ind act 2nd pl ἐπίσχεται , ἐπίσχω hold pres ind mp 3rd sg ἐπίσχετο , ἐπίσχω hold …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενιπή — ἐνιπή, η (Α) 1. επίπληξη, επιτίμηση, παρατήρηση, κατσάδα («αἰδεσθεὶς βασιλῆος ἐνιπήν», Ομ. Οδ.) 2. ύβρις, λοιδορία, χλευασμός, εμπαιγμός («ἐπίσχετε θυμὸν ἐνιπῆς», συγκρατείστε την ψυχή σας από τον χλευασμό, Ομ. Οδ.) 3. οργή («ἐνιπαὶ ἀθανάτων»,… …   Dictionary of Greek

  • επίσχω — ἐπίσχω, άλλος τ. τού ἐπέχω (Α) 1. κρατώ κάτι, τό διευθύνω, τό κατευθύνω κάπου ή εναντίον κάποιου («ἔγχει ἐφορμᾶσθαι καὶ ἐπίσχειν ὠκέας ἵππους», Ομ. Ιλ.) 2. κρατώ στραμμένο, ρίχνω κάτι σε μια κατεύθυνση («[σελάννα] φάος ἐπίσχει θάλασσαν ἐπ’… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”