ἐπίσχεθ' — ἐπί̱σχετο , ἐπίσχω hold imperf ind mp 3rd sg ἐπί̱σχετε , ἐπίσχω hold imperf ind act 2nd pl ἐπίσχετε , ἐπίσχω hold pres imperat act 2nd pl ἐπίσχετε , ἐπίσχω hold pres ind act 2nd pl ἐπίσχεται , ἐπίσχω hold pres ind mp 3rd sg ἐπίσχετο , ἐπίσχω hold … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίσχετ' — ἐπί̱σχετο , ἐπίσχω hold imperf ind mp 3rd sg ἐπί̱σχετε , ἐπίσχω hold imperf ind act 2nd pl ἐπίσχετε , ἐπίσχω hold pres imperat act 2nd pl ἐπίσχετε , ἐπίσχω hold pres ind act 2nd pl ἐπίσχεται , ἐπίσχω hold pres ind mp 3rd sg ἐπίσχετο , ἐπίσχω hold … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενιπή — ἐνιπή, η (Α) 1. επίπληξη, επιτίμηση, παρατήρηση, κατσάδα («αἰδεσθεὶς βασιλῆος ἐνιπήν», Ομ. Οδ.) 2. ύβρις, λοιδορία, χλευασμός, εμπαιγμός («ἐπίσχετε θυμὸν ἐνιπῆς», συγκρατείστε την ψυχή σας από τον χλευασμό, Ομ. Οδ.) 3. οργή («ἐνιπαὶ ἀθανάτων»,… … Dictionary of Greek
επίσχω — ἐπίσχω, άλλος τ. τού ἐπέχω (Α) 1. κρατώ κάτι, τό διευθύνω, τό κατευθύνω κάπου ή εναντίον κάποιου («ἔγχει ἐφορμᾶσθαι καὶ ἐπίσχειν ὠκέας ἵππους», Ομ. Ιλ.) 2. κρατώ στραμμένο, ρίχνω κάτι σε μια κατεύθυνση («[σελάννα] φάος ἐπίσχει θάλασσαν ἐπ’… … Dictionary of Greek